πολυάρατον

πολυάρατον
πολυάρᾱτος
much-wished-for
masc/fem acc sg
πολυάρᾱτος
much-wished-for
neut nom/voc/acc sg
πολυά̱ρατον , πολυάρατος
much-wished-for
masc/fem acc sg
πολυά̱ρατον , πολυάρατος
much-wished-for
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πολυάρατον — Πολυάρατος much wished for masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάρατος — επικ. τ. πολυάρητος, ον, Α 1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ αὐτοῡ», Πλάτ.) 2. ο πολύ καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ άρατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”